- μέσουροι
- μέσουροι (sc. κάλοι), οἱ,A sail-ropes, halyards, Sch.A.R.1.566.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσουροι — μέσουροι, οἱ (Α) τα σχοινιά τών ιστίων, οι κάλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ουρος(< ὅρος), πρβλ. πρόσ ουρος, σύν ουρος] … Dictionary of Greek
μέσουροι — sail ropes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρία — η (Α μεσουρία) [μέσουροι] ο κύριος συστολέας τού επιδρόμου, αλλ. συστολέας επιδρόμου νεοελλ. πανί τής πρύμνης ιστιοφόρου … Dictionary of Greek